- μαρμάρυγμα
- μαρμᾰρῠγ-μα, ατος, τό, = foreg. 2, Cael.Aur.TP1.62 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαρμάρυγμα — μαρμάρυγμα, ατος, τὸ (Α) [μαρμαρύσσω] νόσος τών οφθαλμών, αλλ. μαρμαρυγή … Dictionary of Greek